- αλφιτεύω
- ἀλφιτεύω (Α)αλέθω σιτάρι ή κριθάρι για να κάνω αλεύρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλφιτεύς.ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτεία, ἀλφιτεῖον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλφιτεύσοντας — ἀλφιτεύω grind barley fut part act masc acc pl ἀ̱λφιτεύσοντας , ἀλφιτεύω grind barley futperf ind act masc acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλφιτεία — ἀλφιτεία, η (Α) [ἀλφιτεύω] η αλφιτοποιία* … Dictionary of Greek
αλφιτείον — ἀλφιτεῑον, το (Α) [ἀλφιτεύω] αλευρόμυλος … Dictionary of Greek